- αρταίνομαι
- αρταίνομαι, αρτύθηκα, αρτυμένος βλ. πίν. 103——————Σημειώσεις:αρταίνομαι : η μτχ. αρτυμένος σημαίνει και → το μη νηστήσιμο και → αυτόν που έφαγε μη νηστήσιμη τροφή (σε εποχή νηστείας).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek